Οι καπνιστές που κόβουν το τσιγάρο πριν από την ηλικία των 35 ετών έχουν παρόμοια ποσοστά θνησιμότητας με εκείνους που δεν έχουν καπνίσει ποτέ στην ζωή τους σύμφωνα με μια νέα, μεγάλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στης ΗΠΑ.
Όσοι σταμάτησαν το κάπνισμα σε μεταγενέστερες ηλικίες εξακολουθούσαν να έχουν σημαντικά οφέλη στην υγεία τους διαπίστωσε η ίδια έρευνα, αλλά τα ποσοστά θνησιμότητας ξεπέρασαν κατά πολύ αυτών που έκοψαν το τσιγάρο πριν φτάσουν τα 35 τους χρόνια.
Για παράδειγμα πρώην καπνιστές που σταμάτησαν το κάπνισμα μεταξύ 35 και 44 ετών εμφάνισαν 21% (τοις εκατό) υψηλότερο ποσοστό θανάτου από οποιαδήποτε αιτία σε σύγκριση με αυτούς που ποτέ δεν ήταν καπνιστές, και όσοι σταμάτησαν το κάπνισμα μεταξύ 45 και 54 ετών εμφάνισαν 47% (τοις εκατό) υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας από όλες τις αιτίες θανάτου-καρκίνου από ό,τι οι μη καπνιστές.
«Μεταξύ ανδρών και γυναικών από διαφορετικές φυλετικές και εθνοτικές ομάδες, το τρέχον κάπνισμα συσχετίστηκε με τουλάχιστον διπλάσιο ποσοστό θνησιμότητας από κάθε αιτία από το να μην καπνίζει κανείς ποτέ» έγραψαν οι συγγραφείς της μελέτης σε μια νέα έκθεση που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα (24 Οκτωβρίου) στο περιοδικό JAMA .
«Η διακοπή του καπνίσματος ιδιαίτερα σε μικρότερες ηλικίες, συσχετίστηκε με σημαντικές μειώσεις στη σχετικά μεγάλη θνησιμότητα που σχετίζεται με τη συνέχιση του καπνίσματος».
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλη μελέτη που υποδηλώνει ότι η ηλικία των 35 μπορεί να είναι η βέλτιστη ηλικία για να σταματήσει κάποιος το κάπνισμα, ιδιαίτερα για όσους ξεκινούν το κάπνισμα σε νεαρή ηλικία, ανέφερε ο John P. Pierce ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Οικογενειακής Ιατρικής και Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Και συμπλήρωσε, «Είναι γνωστό εδώ και πολύ καιρό ότι όσο νωρίτερα το κόψει ένας καπνιστής, τόσο το καλύτερο».
Η νέα μελέτη χρησιμοποίησε δεδομένα από την Έρευνα Εθνικής Συνέντευξης για την Υγεία των ΗΠΑ, μια έρευνα βασισμένη σε ερωτηματολόγια που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της υγείας του πληθυσμού των ΗΠΑ, και τον Εθνικό Δείκτη Θανάτου, μια βάση δεδομένων με όλα τα αρχεία θανάτων της χώρας.
Η ανάλυση περιελάμβανε δεδομένα έρευνας από περισσότερους από 550.000 ενήλικες που συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια μεταξύ Ιανουαρίου 1997 και Δεκεμβρίου 2018 και ήταν μεταξύ 25 και 84 ετών τη στιγμή της συπλήρωσης. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι σημερινοί καπνιστές, οι πρώην καπνιστές και οι λεγόμενοι ποτέ καπνιστές, δηλαδή άτομα που κάπνιζαν λιγότερα από 100 τσιγάρα στη ζωή τους.
Σύμφωνα με τον Εθνικό Δείκτη Θανάτου σχεδόν 75.000 από αυτά τα άτομα της μελέτης είχαν πεθάνει μέχρι το τέλος του 2019. Σε σύγκριση με τους μη καπνιστές, οι σημερινοί καπνιστές εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό θανάτου από όλες τις αιτίες, συνολικά, καθώς και υψηλότερα ποσοστά θανάτου από καρκίνο, καρδιακές παθήσεις και πνευμονικές παθήσεις.
Οι λευκοί, καπνιστές εμφάνισαν το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας από όλες τις αιτίες, το οποίο ήταν τρεις φορές υψηλότερο από αυτό των μη καπνιστών ποτέ. Οι μαύροι, καπνιστές, είχαν ελαφρώς χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, περίπου διπλάσια από αυτά των μη καπνιστών. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με το γεγονός ότι αυτοί οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι κάπνιζαν λιγότερα τσιγάρα την ημέρα, κατά μέσο όρο. Επίσης οι συγκεκριμένοι ομάδα έκαναν έναρξη του καπνίσματος σε μεγαλύτερες ηλικίες.
«Αυτά τα αποτελέσματα μας υπενθυμίζουν ότι η μείωση της έντασης του καπνίσματος (τσιγάρα την ημέρα) θα πρέπει να είναι ένας από τους στόχους για τα προγράμματα ελέγχου της μείωσης του καπνίσματος» έγραψε ο Price στο σχόλιό του.
Είναι σημαντικό, ενώ το τρέχον κάπνισμα συνδέθηκε με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου σε όλες τις φυλετικές και εθνοτικές ομάδες που συμμετείχαν στην έρευνα, «η διακοπή του καπνίσματος συσχετίστηκε με ουσιαστικά αντιστρεπτέους κινδύνους για όλες τις ομάδες», έγραψαν οι συγγραφείς της μελέτης.
Συγκεκριμένα, όσοι σταμάτησαν το κάπνισμα μέχρι την ηλικία των 45 ετών μείωσαν τον υπερβολικό κίνδυνο θανάτου έως και 90 τοις εκατό και όσοι το έκοψαν πριν από τα 35 εμφάνισαν ποσοστά θνησιμότητας πολύ κοντά σε αυτά των μη καπνιστών ποτέ.
Ομοίως η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι, όσο περισσότερος χρόνος είχε περάσει από τότε που ένα άτομο έκοψε το κάπνισμα, τόσο πιο κοντά ήταν το ποσοστό θνησιμότητας ενός ατόμου που δεν καπνίζει ποτέ.
Το να έχουν ένα όριο ηλικίας έως 35 ετών θα μπορούσε να αποτελέσει δυνητικά κίνητρο για τους νεαρούς καπνιστές που θα τους ενδιέφερε να κόψουν το κάπνισμα, έγραψε ο Price στο σχόλιό του.
«Χωρίς εγγύς στόχο, είναι δελεαστικό για τους καπνιστές να εγκαταλείψουν μια προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος με γνώσεις όπως «δεν χρειάζεται πραγματικά να το κάνω τώρα». Η μελέτη… παρέχει τα απαραίτητα δεδομένα για να τεθεί ένας παρακινητικός στόχος της διακοπής του καπνίσματος πριν από την ηλικία των 35 ετών», έγραψε.
Αλλά φυσικά, δεν χάνονται όλα μετά την ηλικία των 35 ετών – όπως υποδηλώνει η μελέτη, το κόψιμο σε μεγαλύτερες ηλικίες εξακολουθεί να μειώνει τον κίνδυνο θανάτου, αλλά όχι τόσο δραματικά.
Η έρευνα έχει ορισμένους περιορισμούς. Για παράδειγμα, οι πληροφορίες σχετικά με τις καπνιστικές συνήθειες των συμμετεχόντων συγκεντρώθηκαν σε μια χρονική στιγμή, επομένως ορισμένα άτομα μπορεί να είχαν κόψει ή να άρχισαν το κάπνισμα μετά από την έρευνα.
«Έτσι, τόσο οι πραγματικοί κίνδυνοι του καπνίσματος όσο και τα πραγματικά οφέλη της διακοπής μπορεί να υποτιμηθούν σε αυτή τη μελέτη», προειδοποίησαν οι συγγραφείς της έρευνας.
Ωστόσο η μελέτη εξακολουθεί να προτείνει ότι η διακοπή του καπνίσματος μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου – ειδικά αν το κάνετε νέοι.
Αναδημοσίευση από : sciencealert.com
Διαβάστε επίσης : Γιατί δεν μπορούμε να πίνουμε αλμυρό νερό;